Λειμώνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λειμώνιος | οι | Λειμώνιοι |
| γενική | του | Λειμωνίου | των | Λειμωνίων |
| αιτιατική | τον | Λειμώνιο | τους | Λειμωνίους |
| κλητική | Λειμώνιε | Λειμώνιοι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λειμώνιος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prairial (λειμώνιος, του λειωμώνα)
Κύριο όνομα
Λειμώνιος αρσενικό (καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
Λειμώνιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.