Λαμψάκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λαμψάκος οι Λαμψάκοι
      γενική του Λαμψάκου των Λαμψάκων
    αιτιατική τον Λαμψάκο τους Λαμψάκους
     κλητική Λαμψάκο Λαμψάκοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λαμψάκος < + -άκος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /lamˈpsa.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λαμψάκος

Κύριο όνομα

Λαμψάκος αρσενικό (θηλυκό Λαμψάκου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.