Κύρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κύρος | οι | Κύροι |
| γενική | του | Κύρου | των | Κύρων |
| αιτιατική | τον | Κύρο | τους | Κύρους |
| κλητική | Κύρε | Κύροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κύρος < αρχαία ελληνική Κῦρος < αρχαία περσική 𐎤𐎢𐎽𐎢𐏁 (kuruš)
Κύριο όνομα
Κύρος αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.