Κορίνθιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κορίνθιος | οι | Κορίνθιοι |
| γενική | του | Κορίνθιου & Κορινθίου |
των | Κορίνθιων & Κορινθίων |
| αιτιατική | τον | Κορίνθιο | τους | Κορίνθιους & Κορινθίους |
| κλητική | Κορίνθιε | Κορίνθιοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κορίνθιος < Κόρινθος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Κορίνθιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.