Κόλιας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κόλιας | οι | Κόλιες & Κολιαίοι |
| γενική | του | Κόλια | των | — Κολιαίων |
| αιτιατική | τον | Κόλια | τους | Κόλιες & Κολιαίοι |
| κλητική | Κόλια | Κόλιες & Κολιαίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σίνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κόλιας : αρβανίτικη ς προέλευσης, από ανδρικό όνομα· στην αλβανική γλώσσα Nikolla (Νικόλαος)[1] (επίσης Nikollë, Kolë)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.ʎas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κό‐λιας
Μεταγραφές
Αναφορές
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 14.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.