Κυρατζόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κυρατζόπουλος | οι | Κυρατζόπουλοι & Κυρατζοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Κυρατζόπουλου & Κυρατζοπούλου |
των | Κυρατζόπουλων2 & Κυρατζοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Κυρατζόπουλο | τους | Κυρατζόπουλους3 & Κυρατζοπουλαίους |
| κλητική | Κυρατζόπουλε | Κυρατζόπουλοι & Κυρατζοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Κυρατζοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Κυρατζοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κυρατζόπουλος < Κυρατζ(ής) + -όπουλος → δείτε τις λέξεις κυρατζής και κιρατζής
Προφορά
- ΔΦΑ : /ki.ɾaˈd͡zo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐ρα‐τζό‐που‐λος
Συγγενικά
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Киратзопулос
- λατινικοί χαρακτήρες: Kyratzopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.