Κιρατζιόπουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κιρατζιόπουλος οι Κιρατζιόπουλοι
& Κιρατζιοπουλαίοι1
      γενική του Κιρατζιόπουλου
& Κιρατζιοπούλου
των Κιρατζιόπουλων2
& Κιρατζιοπουλαίων
    αιτιατική τον Κιρατζιόπουλο τους Κιρατζιόπουλους3
& Κιρατζιοπουλαίους
     κλητική Κιρατζιόπουλε Κιρατζιόπουλοι
& Κιρατζιοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Κιρατζιοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Κιρατζιοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κιρατζιόπουλος < από επάγγελμα, κιρατζής + -όπουλος < αρωμουνική ƙiradži < τουρκική kiracı (μισθωτής, ενοικιαστής)

Κύριο όνομα

Κιρατζιόπουλος αρσενικό (θηλυκό (θηλυκό Κιρατζιοπούλου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.