Κτενάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κτενάς οι Κτενάδες
      γενική του Κτενά των Κτενάδων
    αιτιατική τον Κτενά τους Κτενάδες
     κλητική Κτενά Κτενάδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κτενάς < από επάγγελμα κτενάς

Κύριο όνομα

Κτενάς αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Κτενά)
  2. εγκαταλελειμμένος ορεινός οικισμός της Ελλάδας, στην περιοχή της Κοζάνης (ονομασία πριν το 1927: Ταρακτσιλάρ)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.