Τριαδική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Τριαδική
      γενική της Τριαδικής
    αιτιατική την Τριαδική
     κλητική Τριαδική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τριαδική < τριάδ(α) + -ική < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Trias < αρχαία ελληνική τριάς (τριάδα)

Κύριο όνομα

Τριαδική θηλυκό

  • (παλαιοντολογία, γεωλογία) γεωλογική περίοδος του Μεσοζωικού αιώνα που ξεκίνησε 250 εκατομμύρια χρόνια πριν και τελείωσε 200 εκατομμύρια χρόνια πριν

  • Τριασική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.