Κούκουρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κούκουρας οι Κουκουραίοι
      γενική του Κούκουρα των Κουκουραίων
    αιτιατική τον Κούκουρα τους Κουκουραίους
     κλητική Κούκουρα Κουκουραίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μπούκουρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κούκουρας < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈku.ku.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κούκουρας

Κύριο όνομα

Κούκουρας αρσενικό (θηλυκό Κούκουρα)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.