Κούκουρα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈku.ku.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κούκουρα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Κούκουρα
      γενική των Κούκουρων
    αιτιατική τα Κούκουρα
     κλητική Κούκουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κούκουρα < αρβανίτικη  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Κούκουρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Κούκουρα < γενική ενικού του αρσενικού Κούκουρας

Κύριο όνομα

Κούκουρα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Κούκουρα αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.