Κουκακιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κουκακιώτισσα | οι | Κουκακιώτισσες |
| γενική | της | Κουκακιώτισσας | των | Κουκακιωτισσών |
| αιτιατική | την | Κουκακιώτισσα | τις | Κουκακιώτισσες |
| κλητική | Κουκακιώτισσα | Κουκακιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κουκακιώτισσα < Κουκακιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.kaˈco.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐κα‐κιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
Κουκακιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κουκακιώτης
- ※ «Δεν υπάρχει καλύτερη περιοχή!» διατείνεται η Κουκακιώτισσα [...]. «Είσαι κοντά στο κέντρο, ενώ σε 10 λεπτά βρίσκεσαι στη θάλασσα. Και έχει τους τρεις καλύτερους φούρνους της Αθήνας!» (Σελάνα Βρόντη, Κουκάκι: Ανάμεσα σε δύο μουσεία, Καθημερινή, 3 Νοεμβρίου 2014)
Συγγενικά
- → και δείτε τη λέξη Κουκάκι
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κουκακιώτης
Κουκακιώτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.