Κουκάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Κουκάκι | τα | Κουκάκια |
| γενική | του | Κουκακιού | των | Κουκακιών |
| αιτιατική | το | Κουκάκι | τα | Κουκάκια |
| κλητική | Κουκάκι | Κουκάκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κουκάκι < το επώνυμο Κουκάκ(ης) + -ι[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈka.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐κά‐κι
Κύριο όνομα
Κουκάκι ουδέτερο
- συνοικία της Αθήνας
- ※ Δὲν εἶναι οὔτε δέκα χρόνια ποὺ εἶδα τοιχοκολλημένη στὸν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ ποὺ ἔμενα, στὸ Κουκάκι, μιὰ προεκλογικὴ προκήρυξη, ἕνα μπόϊ μακρυά, ποὺ ὑποσχότανε «αὐτονομία καὶ αὐτοδιοίκηση στὰ τμήματα τοῦ Κράτους ὅπου ἐπικρατοῦν ἀλλόφυλες καὶ ἀλλόγλωσσες μειονότητες». (Στρατής Μυριβήλης, Καιρός του λαλήσαι, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 322 (15 Μαΐου 1940), τόμ. 27, σελ. 597)
- χωριό της Εύβοιας
Συγγενικά
-
Κουκάκη στη Βικιπαίδεια

-
Κουκάκι Εύβοιας στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.