Κοκκινιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κοκκινιώτισσα οι Κοκκινιώτισσες
      γενική της Κοκκινιώτισσας των Κοκκινιωτισσών
    αιτιατική την Κοκκινιώτισσα τις Κοκκινιώτισσες
     κλητική Κοκκινιώτισσα Κοκκινιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κοκκινιώτισσα < Κοκκινιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.ciˈɲo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κοκκινιώτισσα

Κύριο όνομα

Κοκκινιώτισσα θηλυκό

  • (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κοκκινιώτης
      Koκκινιώτισσα, για σένα ρώτησα / και μoυ είπαν έχεις κάψει χίλιες δυο καρδιές / Koκκινιώτισσα και Πειραιώτισσα / κάψε πια και τη δική μoυ να `ναι πιο πολλές (Κοκκινιώτισσα, στίχοι: Σπύρος Κεφαλόπουλος, μουσική: Θόδωρος Δερβενιώτης, εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κοκκινιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.