Κοκκινιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κοκκινιά οι Κοκκινιές
      γενική της Κοκκινιάς των Κοκκινιών
    αιτιατική την Κοκκινιά τις Κοκκινιές
     κλητική Κοκκινιά Κοκκινιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κοκκινιά < κοκκινιά[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.ciˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κοκκινιά

Κύριο όνομα

Κοκκινιά θηλυκό

  1. παλαιότερη ονομασία της σημερινής Νίκαιας, προάστιο του Πειραιά
      Ένα βράδυ στην Καστέλα / σε μια όμορφη κοπέλα / που `παιρνε τ’ απεριτίφ της / ρίχτηκι ένας τσίφτης / απ’ την Κοκκινιά (Αχ βρε παλιομισοφόρια, στίχοι: Αλέκος Σακκελάριος, μουσική: Μάνος Χατζηδάκις, εκτέλεση: Βασίλης Αυλωνίτης, 1957)
  2. Παλαιά: συνοικία του Πειραιά
  3. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  4. βουνό της Ναυπακτίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.