ελληνιστική κοινή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελληνιστική κοινή → δείτε τις λέξεις ελληνιστικός και κοινός
Προφορά
- ΔΦΑ : /elinistiˈci ciˈni/
Πολυλεκτικός όρος
ελληνιστική κοινή
- (γλώσσα) η κοινή διάλεκτος των αρχαίων ελληνικών όπως μιλήθηκε και γράφτηκε στους ελληνιστικούς χρόνους της ύστερης αρχαιότητας, από τον 3ο αιώνα π.Κ.Ε. έως το 300 Κ.Ε. (ή έως το 700) ως lingua franca κυρίως στη λεκάνη της Μεσογείου, ιδιαιτέρως στην Αλεξάνδρεια
Σημειώσεις
- Η έκφραση κοινή ελληνιστική, για να γίνεται η διάκριση με την κοινή νεοελληνική
- Κατηγορία:Ελληνιστική κοινή: στο Βικιλεξικό, από το 300 πΚΕ έως τον 6ο αιώνα ΚΕ. Από τον Αριστοτέλη, στον Πλούταρχο και έως τις Νεαρές του Ιουστινιανού (όψιμη ελληνιστική).
Συνώνυμα
- κοινή ή Κοινή, κοινή ελληνιστική
- αλεξανδρινή κοινή[1]
- (λεξικογραφία) μεταγενεστέρα, μεταγενέστερη, μτγν. (εννοείται μεταγενέστερη της κλασικής αττικής διαλέκτου των αρχαίων ελληνικών)
- @greek-language.gr Παντελίδης, Νίκος (2007) Δημιουργία της ελληνιστικής κοινής
-
ελληνιστική κοινή στη Βικιπαίδεια

- νεοελληνική κοινή
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αλεξανδρινός, κοινός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.