lingua franca

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

lingua franca <  δείτε τη λέξη  lingua, franca, θηλυκό του franco

Ουσιαστικό

lingua franca (it) θηλυκό (πληθυντικός: ιταλικά lingue franche ή λατινικά: linguae francae

  • (γλωσσολογία)
  1. (κυριολεκτικά) φράγκικη γλώσσα
  2. κοινή ή Κοινή: γλώσσα που χρησιμοποιείται σε μεγάλη γεωγραφική έκταση ως σύνδεσμος μεταξύ κοινοτήτων με διαφορετικές μητρικές γλώσσες
  3. γλώσσα που χρησιμοποιούνταν κατά τον 13ο και 14ο αιώνα για τις εμπορικές συνδιαλλαγές στα λιμάνια της Μεσογείου

Σημειώσεις

  • χρησιμοποιείται ο ιταλικός όρος σε πολλές άλλες γλώσσες

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.