Κλήμα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkli.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κλήμα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κλήμα τα Κλήματα
      γενική του Κλήματος των Κλημάτων
    αιτιατική το Κλήμα τα Κλήματα
     κλητική Κλήμα Κλήματα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κλήμα < κλήμα

Κύριο όνομα

Κλήμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Κλήμα < γενική ενικού του αρσενικού Κλήμας

Κύριο όνομα

Κλήμα θηλυκό

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.