Κεφαλόποδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Κεφαλόποδα
      γενική των Κεφαλόποδων
& Κεφαλοπόδων
    αιτιατική τα Κεφαλόποδα
     κλητική Κεφαλόποδα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κεφαλόποδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Cephalopoda < αρχαία ελληνική (κεφαλή) κεφαλό- + ποδ- + , πληθυντικός του πούς (πόδι)[1]

Κύριο όνομα

Κεφαλόποδα ουδέτερο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

  • Στον ενικό, κεφαλόποδο: ένα ζώο που ανήκει στα Κεφαλόποδα.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.