πλοκάμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλοκάμι τα πλοκάμια
      γενική του πλοκαμιού των πλοκαμιών
    αιτιατική το πλοκάμι τα πλοκάμια
     κλητική πλοκάμι πλοκάμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλοκάμι < Ετυμολογία
πλοκάμια χταποδιού

Προφορά

ΔΦΑ : /ploˈka.mi/

Ουσιαστικό

πλοκάμι ουδέτερο

  • το ευέλικτο, κινητό, επίμηκες όργανο που διαθέτουν ορισμένα είδη ζώων, συνήθως τα ασπόνδυλα για αφή και βρώση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.