Κεφαλλονίτης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κεφαλλονίτης | οι | Κεφαλλονίτες |
| γενική | του | Κεφαλλονίτη | των | Κεφαλλονιτών |
| αιτιατική | τον | Κεφαλλονίτη | τους | Κεφαλλονίτες |
| κλητική | Κεφαλλονίτη | Κεφαλλονίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Κεφαλλονίτης < Κεφαλλον(ιά) + -ίτης
Κύριο όνομα
Κεφαλλονίτης αρσενικό (θηλυκό Κεφαλλονίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Κεφαλλονιά ή κατοικεί εκεί
Συνώνυμα
Συγγενικά
- κεφαλλονήτικος
Μεταφράσεις
Κεφαλλονίτης
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κεφαλλονίτης | οι | Κεφαλλονίτηδες |
| γενική | του | Κεφαλλονίτη* | των | Κεφαλλονίτηδων |
| αιτιατική | τον | Κεφαλλονίτη | τους | Κεφαλλονίτηδες |
| κλητική | Κεφαλλονίτη | Κεφαλλονίτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Κεφαλλονίτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Κεφαλλονίτης < πατριδωνυμικό Κεφαλλονίτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kefallonitis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.