Καστέλλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καστέλλα οι Καστέλλες
      γενική της Καστέλλας των Καστελλών
    αιτιατική την Καστέλλα τις Καστέλλες
     κλητική Καστέλλα Καστέλλες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καστέλλα < καστέλλα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈste.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καστέλλα

Κύριο όνομα

Καστέλλα θηλυκό

  1. συνοικία του Πειραιά
      Λάμπεις σαν το Βόρειο Σέλας / στο λοφάκι της Καστέλλας. / Είσαι γύρω μου ένα θαύμα / κι είσαι μέσα μου ένα τραύμα. (Σουξεδιάρικο, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης, μουσική: Νίκος Ξυδάκης, 1979· α΄ ερμηνεία: Νίκος Παπάζογλου)
     συνώνυμα: Μουνιχία
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.