Καρδιτσιώτη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Καρδιτσιώτη < γενική ενικού του αρσενικού Καρδιτσιώτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Karditsioti
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.