Καποδιστριακό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Καποδιστριακό | τα | Καποδιστριακά |
| γενική | του | Καποδιστριακού | των | Καποδιστριακών |
| αιτιατική | το | Καποδιστριακό | τα | Καποδιστριακά |
| κλητική | Καποδιστριακό | Καποδιστριακά | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καποδιστριακό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καποδιστριακός
Κύριο όνομα
Καποδιστριακό ουδέτερο
- (εκπαίδευση) επωνυμία πανεπιστημίου της Αθήνας
- ※ Και τέταρτος υποψήφιος πρύτανης στο Καποδιστριακό
- Απόστολος Λακασάς, *, Η Καθημερινή, 3 Φεβρουαρίου 2015
- ※ Και τέταρτος υποψήφιος πρύτανης στο Καποδιστριακό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.