Καντόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καντόνα οι Καντόνες
      γενική της Καντόνας
    αιτιατική την Καντόνα τις Καντόνες
     κλητική Καντόνα Καντόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άποψη της Καντόνας

Ετυμολογία

Καντόνα < αγγλική Canton < κινεζική 廣東 (Guǎngdōng)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kanˈdo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καντόνα

Κύριο όνομα

Καντόνα θηλυκό

  • πόλη της Κίνας
      Η εθνικιστική κυβέρνηση δεν δέχθηκε αυτούς τους όρους που ισοδυναμούσαν με πλήρη παράδοση. Στις 21 Απριλίου και ενώ οι εθνικιστές είχαν απορρίψει τους όρους του, ο Μάο διέταξε τον Λαϊκό Στρατό να διασχίσει τον ποταμό Γιανγκτσέ. Σε δύο μέρες, οι κομμουνιστές κατείχαν το Νανκίνγκ, την πρωτεύουσα της εθνικιστικής κυβέρνησης που είχε ήδη υποχωρήσει στην Καντόνα.
    Γου, Κατερίνα (26 Αυγούστου 2012), Η επικράτηση του Μάο στην Κίνα, Η Καθημερινή

  • Καντώνα (παρωχημένη)

  • Γκουανγκτζόου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.