Κανάκια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Κανάκια | ||
| γενική | — | |||
| αιτιατική | τα | Κανάκια | ||
| κλητική | Κανάκια | |||
| Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈna.ca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐νά‐κια
Αναφορές
- Αθηνά: σύγγραμμα περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας (1989), Αθήνα, σελ. 120
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.