Καμπέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Καμπέρα
      γενική της Καμπέρας
    αιτιατική την Καμπέρα
     κλητική Καμπέρα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άποψη της Καμπέρας

Ετυμολογία

Καμπέρα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Canberra[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kamˈbe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καμπέρα

Κύριο όνομα

Καμπέρα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.