Καλαματιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καλαματιανός | οι | Καλαματιανοί |
| γενική | του | Καλαματιανού | των | Καλαματιανών |
| αιτιατική | τον | Καλαματιανό | τους | Καλαματιανούς |
| κλητική | Καλαματιανέ | Καλαματιανοί | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.la.ma.tçaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λα‐μα‐τια‐νός
Ετυμολογία 1
- Καλαματιανός < Καλαμάτ(α) + -ιανός
Κύριο όνομα
Καλαματιανός αρσενικό (θηλυκό Καλαματιανή)
Συγγενικά
- Καλαμάτα
- καλαματιανός
- Καλαματιανός (επώνυμο)
Μεταφράσεις
Καλαματιανός
|
|
Ετυμολογία 2
- Καλαματιανός < πατριδωνυμικό Καλαματιανός
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Каламатианос
- λατινικοί χαρακτήρες: Kalamatianos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.