Καζάρμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Καζάρμα | οι | Καζάρμες |
| γενική | της | Καζάρμας | — | |
| αιτιατική | την | Καζάρμα | τις | Καζάρμες |
| κλητική | Καζάρμα | Καζάρμες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καζάρμα < καζάρμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈzaɾ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Kα‐ζάρ‐μα
Κύριο όνομα
Καζάρμα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.