Καζάρμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καζάρμα οι Καζάρμες
      γενική της Καζάρμας
    αιτιατική την Καζάρμα τις Καζάρμες
     κλητική Καζάρμα Καζάρμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καζάρμα < καζάρμα

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈzaɾ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζάρμα

Κύριο όνομα

Καζάρμα θηλυκό

  1. ονομασία χωριών της Ελλάδας, στην Εύβοια και στη Μεσσηνία
  2. ενετικό κάστρο στη Σητεία της Κρήτης
  3. κορυφή στα βορειοανατολικά Άγραφα (υψόμετρο: 1977 μ.)
    άλλη ονομασία: Ζυγουρολίβαδο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.