Κέλσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Κέλσιος
      γενική του Κελσίου
    αιτιατική τον Κέλσιο
     κλητική Κέλσιε
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κέλσιος < σουηδική Anders Celsius

Κύριο όνομα

Κέλσιος αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.