Σουηδός
Νέα ελληνικά (el)
Κύριο όνομα
| πτώση | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | Σουηδός | Σουηδή | Σουηδοί | Σουηδές |
| γενική | Σουηδού | Σουηδής | Σουηδών | Σουηδών |
| αιτιατική | Σουηδό | Σουηδή | Σουηδούς | Σουηδές |
| κλητική | Σουηδέ | Σουηδή | Σουηδοί | Σουηδές |
Σουηδός αρσενικό (θηλυκό Σουηδή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Σουηδία ή έχει σουηδική υπηκοότητα
- Ο Γιόχαν είναι Σουηδός
-
Σουηδός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Σουηδός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.