Ιθάκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ιθάκη οι Ιθάκες
      γενική της Ιθάκης των Ιθακών
    αιτιατική την Ιθάκη τις Ιθάκες
     κλητική Ιθάκη Ιθάκες
Ιθάκες υπάρχουν πολλές• Καβάφης ένας!
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ιθάκη < αρχαία ελληνική Ἰθάκη

Κύριο όνομα

Ιθάκη θηλυκό

  1. ελληνικό νησί του συμπλέγματος των Επτανήσων του Ιονίου Πελάγους
  2. (μεταφορικά) το τέρμα ενός ταξιδιού, μιας αναζήτησης ζωής
    έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, // ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν. (Κ.Π.Καβάφης, Ιθάκη)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.