Ιθάκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ιθάκη | οι | Ιθάκες |
| γενική | της | Ιθάκης | των | Ιθακών |
| αιτιατική | την | Ιθάκη | τις | Ιθάκες |
| κλητική | Ιθάκη | Ιθάκες | ||
| Ιθάκες υπάρχουν πολλές• Καβάφης ένας! | ||||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ιθάκη < αρχαία ελληνική Ἰθάκη
Κύριο όνομα
Ιθάκη θηλυκό
- ελληνικό νησί του συμπλέγματος των Επτανήσων του Ιονίου Πελάγους
- (μεταφορικά) το τέρμα ενός ταξιδιού, μιας αναζήτησης ζωής
- έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, // ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν. (Κ.Π.Καβάφης, Ιθάκη)
Συγγενικά
-
Ιθάκη στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Ιθάκη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.