Θεσπιεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Θεσπιεύς | οἱ | Θεσπιεῖς - Θεσπιῆς* |
| γενική | τοῦ | Θεσπιέως & Θεσπιῶς |
τῶν | Θεσπιέων & Θεσπιῶν |
| δοτική | τῷ | Θεσπιεῖ | τοῖς | Θεσπιεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | Θεσπιέᾱ & Θεσπιᾶ |
τοὺς | Θεσπιέᾱς & Θεσπιᾶς |
| κλητική ὦ! | Θεσπιεῦ | Θεσπιεῖς - Θεσπιῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Θεσπιῆ1 ή Θεσπιεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Θεσπιέοιν | ||
| Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αναφορές
- Θεσπιεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- M. J. Osborne and S. G. Byrne 1994 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. II: Attica, Oxford: Oxford University Press.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.