Θεσπιεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Θεσπιεύς οἱ Θεσπιεῖς - Θεσπιῆς*
      γενική τοῦ Θεσπιέως
& Θεσπιῶς
τῶν Θεσπιέων
& Θεσπιῶν
      δοτική τῷ Θεσπιεῖ τοῖς Θεσπιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Θεσπιέ
& Θεσπι
τοὺς Θεσπιέᾱς
& Θεσπιᾶς
     κλητική ! Θεσπιεῦ Θεσπιεῖς - Θεσπιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Θεσπι1 ή Θεσπιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Θεσπιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θεσπιεύς < Θεσπιαί + -εύς

Ουσιαστικό

Θεσπιεύς αρσενικό (θηλυκό Θεσπιάς)

Κύριο όνομα

Θεσπιεύς αρσενικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.