Θεσπιές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Θεσπιές
      γενική των Θεσπιών
    αιτιατική τις Θεσπιές
     κλητική Θεσπιές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θεσπιές < αρχαία ελληνική Θεσπιαί

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.spiˈes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θεσπιές

Κύριο όνομα

Θεσπιές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ιστορία) αρχαία πόλη της Βοιωτίας, (αἱ Θεσπιαί)
  2. χωριό της Βοιωτίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.