Θέα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Θέα | οι | Θέες |
| γενική | της | Θέας | — | |
| αιτιατική | τη | Θέα | τις | Θέες |
| κλητική | Θέα | Θέες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Θέα < θέα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θέ‐α
-
Θέα Αττικής στη Βικιπαίδεια

-
Θέα Αχαΐας στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Θέα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.