Ζάππειο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Ζάππειο | τα | Ζάππεια |
| γενική | του | Ζαππείου & Ζάππειου |
των | Ζαππείων |
| αιτιατική | το | Ζάππειο | τα | Ζάππεια |
| κλητική | Ζάππειο | Ζάππεια | ||
| συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ζάππειο < καθαρεύουσα Ζάππειον < από το επώνυμο του δωρητή Ζάππ(ας) + -ειο(ν)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈza.pi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζάπ‐πει‐ο
Κύριο όνομα
Ζάππειο ουδέτερο
- (επωνυμία) κτίριο μέσα στον Εθνικό Κήπο στην Αθήνα που λειτουργεί ως συνεδριακό και εκθεσιακό κέντρο
- ※ Στον κήπο του Ζαππείου, φωλιά του έρωτα; / Εγώ μια σκιά που σέρνεται στο χώμα, / ένα φύλλο που πια τη ρίζα του έχασε / και που το παίρνει ο άνεμος ακόμα. (Μαρία Πολυδούρη, Στον κήπο του Ζαππείου, από τη συλλογή «Οι Τρίλλιες που Σβήνουν», 1928)
- ※ Στο Ζάππειο μια μέρα περπατούσα
συνάντησα μια νέα ξανθομαλλούσα. (μουσική/στίχοι: παραδοσιακό)
- (επωνυμία) παρθεναγωγείο στην Κωνσταντινούπολη
Μεταφράσεις
Ζάππειο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.