Ἐφιάλτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἐφιάλτης | οἱ | Ἐφιάλται |
| γενική | τοῦ | Ἐφιάλτου | τῶν | Ἐφιαλτῶν |
| δοτική | τῷ | Ἐφιάλτῃ | τοῖς | Ἐφιάλταις |
| αιτιατική | τὸν | Ἐφιάλτην | τοὺς | Ἐφιάλτᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἐφιάλτᾰ | Ἐφιάλται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐφιάλτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἐφιάλταιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Γνωστός ο τονισμός του πληθυντικού Ἐφιάλται. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἐφιάλτης < ἐφιάλτης
-
Εφιάλτης στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- Ἐφιάλτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.