Ενετοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ενετοκρατία | οι | Ενετοκρατίες |
| γενική | της | Ενετοκρατίας | των | Ενετοκρατιών |
| αιτιατική | την | Ενετοκρατία | τις | Ενετοκρατίες |
| κλητική | Ενετοκρατία | Ενετοκρατίες | ||
| Κανονικά στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ενετοκρατία < ενετοκρατία < Ενετ(ός) + -ο- + -κρατία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ne.tp.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐νε‐το‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό
Ενετοκρατία θηλυκό
- (ιστορία) η περίοδος της ενετοκρατίας κυρίως σε ελληνικά νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους
- ↪ η ενετοκρατία γέμισε τα λιμάνια και τα νησιά της Ελλάδας με ενετικά φρούρια
Μεταφράσεις
Ενετοκρατία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.