Ελευσίνια
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.lefˈsi.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐λευ‐σί‐νι‐α
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ελευσίνια | οι | Ελευσίνιες |
| γενική | της | Ελευσίνιας | των | Ελευσινιών |
| αιτιατική | την | Ελευσίνια | τις | Ελευσίνιες |
| κλητική | Ελευσίνια | Ελευσίνιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Ελευσίνια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἐλευσινία, θηλυκό του επιθέτου Ἐλευσίνιος, ή Ελευσίνι(ος) + κατάληξη θηλυκού -α
Συγγενικά
- Ελευσίνια Μυστήρια
- ελευσινιακός
- → και δείτε τη λέξη Ελευσίνα
Μεταφράσεις
Ελευσίνια
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Ελευσίνια | ||
| γενική | των | Ελευσινίων | ||
| αιτιατική | τα | Ελευσίνια | ||
| κλητική | Ελευσίνια | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Ελευσίνια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελευσίνιος (στον πληθυντικό)
Κύριο όνομα
Ελευσίνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία) τα Ελευσίνια Μυστήρια
- ※ Και υπήρχαν πάντα τοπικά μυστήρια, αλλά και Μυστήρια που απόκτησαν πανελλήνια εμβέλεια όπως τα Ελευσίνια, τα Ορφικά, τα Κρητικά και τα Καβείρια. Τα Ελευσίνια Μυστήρια περιστρέφονταν γύρω από μια θεότητα, η οποία πολύ νωρίς, πρώτη ίσως από όλους τους άλλους θεούς, προσείλκυσε την προσοχή του ανθρώπου (Τα Ελευσίνια Μυστήρια greek-language.gr)
Μεταφράσεις
Ελευσίνια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.