δᾴς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δᾴς αἱ δᾷδες
      γενική τῆς δᾳδός τῶν δᾴδων*
      δοτική τῇ δᾳδῐ́ ταῖς δᾳσῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν δᾷδ τὰς δᾷδᾰς
     κλητική ! δᾴς δᾷδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δᾷδε
γεν-δοτ τοῖν  δᾳδοῖν
* Η γενική πληθυντικού τονίζεται στην παραλήγουσα
παρά τον κανόνα των μονοσύλλαβων τριτόκλιτων (γενικές σε -ῶν).
Δείτε και τη γενική πληθυντικού δαΐδων του δαΐς.
3η κλίση, Κατηγορία 'μονοσύλλαβα' όπως «εξαιρέσεις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δᾴς < δαίω (καίω)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

δᾴς θηλυκό

Σύνθετα

  • δᾳδοῦχος
  • δᾳδοφόρος

 και δείτε τη λέξη δαΐς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.