Γκαγκαούζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γκαγκαούζος οι Γκαγκαούζοι
      γενική του Γκαγκαούζου των Γκαγκαούζων
    αιτιατική τον Γκαγκαούζο τους Γκαγκαούζους
     κλητική Γκαγκαούζε Γκαγκαούζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γκαγκαούζος < γκαγκαούζ Gagauz Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ga.gaˈu.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γκαγκαούζος

Κύριο όνομα

Γκαγκαούζος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.