γκαγκαούζ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γκαγκαούζ < γκαγκαούζ gagauzça
Ουσιαστικό
γκαγκαούζ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
Συγγενικά
- Κατηγορία:Τουρκική γλώσσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.