Γενιτσάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γενιτσάρης | οι | Γενιτσάρηδες |
| γενική | του | Γενιτσάρη | των | Γενιτσάρηδων |
| αιτιατική | τον | Γενιτσάρη | τους | Γενιτσάρηδες |
| κλητική | Γενιτσάρη | Γενιτσάρηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.niˈt͡sa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γε‐νι‐τσά‐ρης
Ετυμολογία 1
- Γενιτσάρης < οθωμανική τουρκική یڭیچری (yeniçeri)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
Γενιτσάρης αρσενικό
- (εθνικό όνομα, παρωχημένο) ο Τούρκος
- ※ Κι’ ο Γενιτσάρης τ’ άκουσε στον Άϊ Γιώργη τρέχει. / — Σώσε άϊ Γιώργη Στεργιανέ, φανέρωσε την κόρη, / να φέρνω οκάδες το κηρί κι’ οκάδες τό θυμιάμα, / με το βουβαλοτούλουμο να κουβαλώ το λάδι.
- Τ’ άϊ Γιώργη το τραγούδ’, δημοτικό τραγούδι, στο: Παρασκευόπουλος, Χαράλαμπος Δ. «Λαογραφικά Αψάλου», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμ. Α′, 1934, σελ. 50
- ※ Κι’ ο Γενιτσάρης τ’ άκουσε στον Άϊ Γιώργη τρέχει. / — Σώσε άϊ Γιώργη Στεργιανέ, φανέρωσε την κόρη, / να φέρνω οκάδες το κηρί κι’ οκάδες τό θυμιάμα, / με το βουβαλοτούλουμο να κουβαλώ το λάδι.
Συγγενικά
- γενίτσαρος
- Γενιτσάρης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
Γενιτσάρης
|
|
Ετυμολογία 2
- Γενιτσάρης < εθνικό Γενιτσάρης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Геницарис
- λατινικοί χαρακτήρες: Genitsaris
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.