Γαλικία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γαλικία οι Γαλικίες
      γενική της Γαλικίας των Γαλικιών
    αιτιατική τη Γαλικία τις Γαλικίες
     κλητική Γαλικία Γαλικίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γαλικία < Galicia < Καλλαικία του Ηρόδοτου  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Η θέση της Γαλικίας στο χάρτη.

Κύριο όνομα

Γαλικία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.