Μεγαρεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μεγαρεύς οἱ Μεγαρεῖς - Μεγαρῆς*
      γενική τοῦ Μεγαρέως τῶν Μεγαρέων
      δοτική τῷ Μεγαρεῖ τοῖς Μεγαρεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Μεγαρέ τοὺς Μεγαρέᾱς
     κλητική ! Μεγαρεῦ Μεγαρεῖς - Μεγαρῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μεγαρ1 ή Μεγαρεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Μεγαρέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μεγαρεύς < Μέγαρ(α) + -εύς

Ουσιαστικό

Μεγαρεύς αρσενικό (θηλυκό Μεγαρίς)

  • (πατριδωνυμικό) που κατάγεται από τα Μέγαρα ή κατοικεί εκεί

Κύριο όνομα

Μεγαρεύς αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.