Βούδας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βούδας | οι | Βούδες |
| γενική | του | Βούδα | των | Βούδων |
| αιτιατική | τον | Βούδα | τους | Βούδες |
| κλητική | Βούδα | Βούδες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

χρυσά αγάλματα του Βούδα στο Λάος
Ετυμολογία
- Βούδας < (άμεσο δάνειο) γαλλική Bouddha + -ς < σανσκριτική बुद्ध (Buddha, φωτισμένος)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvu.ðas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βού‐δας
Κύριο όνομα
Βούδας αρσενικό
- (βουδισμός) Ινδός ασκητής (560-480 π.Χ.), ιδρυτής της βουδιστικής θρησκείας
Συγγενικά
-
Βούδας στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Βούδας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.