Βεζυροπούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βεζυροπούλα | οι | Βεζυροπούλες |
| γενική | της | Βεζυροπούλας | — | |
| αιτιατική | τη | Βεζυροπούλα | τις | Βεζυροπούλες |
| κλητική | Βεζυροπούλα | Βεζυροπούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βεζυροπούλα < βεζυροπούλα < βεζυρόπουλο + -α
Κύριο όνομα
Βεζυροπούλα θηλυκό
- γυναικείο όνομα φιγούρας στον ελληνικό Καραγκιόζη (θέατρο σκιών)
- → δείτε τη λέξη βεζιροπούλα
- Βεζυροπούλου (γυναικείο επώνυμο)
- Κυριότερες φιγούρες του ελληνικού θεάτρου σκιών στο Σπαθάρειο Μουσείο. πρόσβαση:2019.11.12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.