Βατοπαίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Βατοπαίδι | τα | Βατοπαίδια |
| γενική | του | Βατοπαιδίου | των | Βατοπαιδίων |
| αιτιατική | το | Βατοπαίδι | τα | Βατοπαίδια |
| κλητική | Βατοπαίδι | Βατοπαίδια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βατοπαίδι < Βατοπέδι[1] < μεσαιωνική ελληνική Βατοπέδιον < αρχαία ελληνική βάτος + πέδον (< πούς)
Μεταφράσεις
Βατοπαίδι
|
- με παρετυμολογία από την λέξη παιδί / παιδίον· «η ορθογραφία μπαίνει στη δούλεψη της αναθεωρητικής ιστοριογραφίας, εξασφαλίζοντας επίπλαστην αρχαιότητα και βεβαίως την αίγλη και τα προνόμια που αυτή συνεπάγεται» (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.