Βασιλικούδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βασιλικούδα οι Βασιλικούδες
      γενική της Βασιλικούδας
    αιτιατική τη Βασιλικούδα τις Βασιλικούδες
     κλητική Βασιλικούδα Βασιλικούδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βασιλικούδα < Βασιλικ(ή) + -ούδα

Προφορά

ΔΦΑ : /va.si.liˈku.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βασιλικούδα

Κύριο όνομα

Βασιλικούδα θηλυκό

  • γυναικείο όνομα
      Γιάννης έχει τρεις γυναίκες / κι άλλην αγαπάει άιντι Βασιλικούδα μ’ / κι άλλην αγαπά
    Βασιλικούδα (Στο χωριόν Μεταξάδες), παραδοσιακό θρακιώτικο τραγούδι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.