Βαμβακόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βαμβακόπουλος | οι | Βαμβακόπουλοι & Βαμβακοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Βαμβακόπουλου & Βαμβακοπούλου |
των | Βαμβακόπουλων2 & Βαμβακοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Βαμβακόπουλο | τους | Βαμβακόπουλους3 & Βαμβακοπουλαίους |
| κλητική | Βαμβακόπουλε | Βαμβακόπουλοι & Βαμβακοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Βαμβακοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Βαμβακοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βαμβακόπουλος < Βαμβακ(άς) ή Βαμβάκ(ης) + -όπουλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaɱ.vaˈko.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαμ‐βα‐κό‐που‐λος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Vamvakopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.